- απειρόκαλος
- ἀπειρόκαλος, -ον (AM)1. αυτός που αγνοεί το ωραίο, ακαλαίσθητος, χυδαίος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειρόκαλονη απειροκαλίααρχ.επίρρ. ἀπειροκάλως1. ακαλαίσθητα2. ανόητα, βεβιασμένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπειρόκαλος — ignorant of the beautiful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειρόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξέρει το καλό, το ωραίο, ο αγροίκος: Το ντύσιμό της, η επίπλωση του σπιτιού και πολλά άλλα έδειχναν πόσο απειρόκαλη ήταν. Ουσ. απειροκαλία, η κακογουστιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειροκαλώτερον — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc acc comp sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful neut nom/voc/acc comp sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλως — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful adverbial ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειρόκαλον — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc sg ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλοις — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλου — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλους — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλων — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροκάλῳ — ἀπειρόκαλος ignorant of the beautiful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)